-
1 ἔλαφος
A deer, Cervus elaphus, whether male, hart or stag, Il.3.24, etc.; or female, hind, 11.113, etc.; κεραός, ὑψίκερως, ib. 475, Od.10.158;κεροῦσσα S.Fr.89
;ἔ. βαλιαί E.Hipp. 218
(anap.);ἔ. ἀντὶ παρθένου Lib.Ep.785.1
; κραδίην ἐλάφοιο [ ἔχων] with heart of deer. i.e. a coward, Il.1.225;φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν 13.102
, cf. Pl.La. 196e. (Fem. as a generic term, in Trag. and X.Cyn.9.11, 10.22, cf.αἱ ἔ. τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν Arist.HA 611a27
.)II κέρας ἐλάφου hartshorn, Gp.13.8.2.
См. также в других словарях:
φυζακινός — ή, όν, Α (επικ. τ.) αυτός που τρέπεται εύκολα σε φυγή, δειλός, φοβιτσιάρης («Τρῶας... οἳ τὸ πάρος περ φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φυζ ακ ινός έχει σχηματιστεί από τη λ. φύζα* «φυγή» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *φύζ αξ… … Dictionary of Greek